- τρίστιχο(ν)
- το трёхстишие
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τρίστιχος — η, ο / τρίστιχος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. (για ποίημα ή στροφή ποιήματος) αυτός που αποτελείται από τρεις στίχους 2. το ουδ. ως ουσ. το τρίστιχο ποίημα ή στροφή ποιήματος από τρεις στίχους μσν. αρχ. αυτός που απαρτίζεται από τρεις σειρές (α.… … Dictionary of Greek
τρίστιχος — η, ο 1. που αποτελείται από τρεις στίχους. 2. το ουδ. ως ουσ., τρίστιχο, το μικρό ποίημα από τρεις στίχους ή στροφή ποιήματος με τρεις στίχους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)